- καδί
- το маленькая кадка; бочонок; маленький ушат
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καδί — το [κάδος] μικρός κάδος … Dictionary of Greek
καδί — το μικρή κάδη, ξύλινο δοχείο για τη συντήρηση του τυριού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τριακάδι — τριᾱκάδι , τριακάς the number thirty fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)